- αθροότης
- ἀθροότης (-ότητος), η (Α) [ἀθρόος]ολότητα, σύνολο, πλήθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθροότητα — ἀθροότης a being massed together fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροότητες — ἀθροότης a being massed together fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροότητι — ἀθροότης a being massed together fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθρόος — α, ο (AM ἀθρόος, α, ον, Α και ἄθρους, ουν) 1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος 2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός αρχ. 1. συνεχής, αδιάλειπτος 2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά 3. πολύς … Dictionary of Greek
ἁθροότητος — ἀθροότητος , ἀθροότης a being massed together fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)